ἑτοιμόπτωτος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ἑτοιμόπτωτον, inclined to fall, Glossaria on ἀκροσφαλής, AB367.
German (Pape)
[Seite 1052] zum Fallen geneigt, B. A. 367.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόπτωτος: -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «ἀκροσφαλής: ἀντὶ τοῦ ἑτοιμόπτωτος» Α. Β. 367, 16.
Greek Monolingual
ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)
ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].