μηλώδης
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
μηλώδες, = μήλινος II.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.
German (Pape)
[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
Greek Monolingual
μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.