πορτιτρόφος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
πορτιτρόφον, nourishing calves, ἤπειρος h.Ap.21; (πεδίον) B. 10.30.
German (Pape)
[Seite 686] junge Kühe ernährend, haltend, H. h. Apoll. 20; vgl. Lob. Phryn. 679.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des génisses ou de jeunes taureaux.
Étymologie: πόρτις, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορτιτρόφος -ον [πόρτις, τρέφω] kalveren voedend.
Russian (Dvoretsky)
πορτιτρόφος: питающий телиц (ἤπειρος HH).
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εκτρέφει αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτις «νεαρή αγελάδα» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος)].
Greek Monotonic
πορτιτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που τρέφει νεαρά δαμάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
πορτιτρόφος: -ον, ὁ τρέφων νεαρὰς δαμάλεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 21.
Middle Liddell
πορτι-τρόφος, ον, τρέφω
nourishing calves, Hhymn.