Full diacritics: ἐπίσαπρος | Medium diacritics: ἐπίσαπρος | Low diacritics: επίσαπρος | Capitals: ΕΠΙΣΑΠΡΟΣ |
Transliteration A: epísapros | Transliteration B: episapros | Transliteration C: episapros | Beta Code: e)pi/sapros |
ἐπίσαπρον, rotten, dub.l. in Thphr. HP 3.7.5.
[Seite 976] anfaulend, Theophr.
ἐπίσαπρος: -ον, σαπρὸς εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἤδη σηπόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
ἐπίσαπρος, -ον (Α) σαπρός
ο σάπιος στην επιφάνεια.