φλυκταινώδης
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
φλυκταινώδες, = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.
German (Pape)
[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.
Greek Monolingual
-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).