προσαμύνω
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
[ῡ], come to aid, τινι Il.2.238, cf. 5.139, 16.509, Plu. Them.9, al.
German (Pape)
[Seite 748] Jemandem beistehen, zu Hülfe kommen, τινί; Il. 2, 238. 16, 509; oft bei Plut., z. B. Them. 9.
French (Bailly abrégé)
venir au secours de, secourir, τινι.
Étymologie: πρός, ἀμύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αμύνω te hulp komen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰμύνω: (ῡ) приходить на помощь (τινί Hom., Plut.).
Greek Monolingual
Α
έρχομαι σε βοήθεια, υπερασπίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμύνω «υπερασπίζω, συντρέχω»].
Greek Monotonic
προσᾰμύνω: [ῡ], μέλ. -αμῠνῶ, έρχομαι σε βοήθεια, τινί, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰμύνω: [ῡ], ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, τινὶ Ἰλ. Β. 238, Ε. 139, Π. 509, Πλούτ.
Middle Liddell
fut. -αμῠνῶ
to come to aid, τινί Il.