στραγγαλίζω

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλίζω Medium diacritics: στραγγαλίζω Low diacritics: στραγγαλίζω Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strangalízō Transliteration B: strangalizō Transliteration C: straggalizo Beta Code: straggali/zw

English (LSJ)

strangle, Str.6.1.8 (as v.l.), Plu.2.530d; τὸν τράχηλον Alciphr.3.49.

German (Pape)

[Seite 950] erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.

French (Bailly abrégé)

étrangler, acc..
Étymologie: στραγγάλη.

Russian (Dvoretsky)

στραγγᾰλίζω: Plut. = στραγγαλάω.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλίζω: δι’ ἀγχόνης πνίγω, ἀπαγχονίζω, Λατιν. strangulare, Στράβ. 260, Πλούτ. 2. 530D· τὸν τράχηλον Ἀλκίφρων 3. 49.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν στραγγάλη / στραγγούλα]
1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον»)
2. απαγχονίζω
νεοελλ.
1.ναυτ. συσφίγγω δύο σχοινιά χρησιμοποιώντας στραγγάλη
2. συγκρατώ χαλαρωμένη αλυσίδα άγκυρας με στραγγαλιστήρα
3. μτφ. καταπνίγω, καταπατώ (α. «στραγγαλίζω την αλήθεια» β. «στραγγαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας»).

Greek Monotonic

στραγγᾰλίζω: μέλ. -σω (στράγξ), στραγγαλίζω, απαγχονίζω, πνίγω, καρυδώνω, σε Στράβ.

Middle Liddell

στραγγᾰλίζω, fut. -σω στράγξ
to strangle, Strab.