φύλλινος

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλινος Medium diacritics: φύλλινος Low diacritics: φύλλινος Capitals: ΦΥΛΛΙΝΟΣ
Transliteration A: phýllinos Transliteration B: phyllinos Transliteration C: fyllinos Beta Code: fu/llinos

English (LSJ)

η, ον, made of leaves, τοῖχος Theoc.21.8; στέφανος Luc.Merc.Cond.13.

German (Pape)

[Seite 1315] von Blättern, Laub gemacht; Theocr. 21, 8; Luc. Merc. cond. 13. S. φυλλίτης.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de feuilles.
Étymologie: φύλλον.

Russian (Dvoretsky)

φύλλινος: сделанный из листьев (τοῖχος Theocr.; στέφανος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

φύλλινος: -η, -ον, ὁ ἐκ φύλλων, ὁ πεποιημένος ἐκ φύλλων, τοίχῳ κεκλιμένοι τῷ φυλλίνῳ Θεόκρ. 21. 8· ἵνα μὴ φύλλινος μόνον ὁ στέφανος ᾖ Λουκ. περὶ τῶν Μισθ. Συνόντ. 13.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
καμωμένος από φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος, ξύλινος)].

Greek Monotonic

φύλλινος: -η, -ον, (φύλλον), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από φύλλα, φτιαγμένος από φύλλα, σε Θεόκρ., Λουκ.

Middle Liddell

φύλλινος, η, ον φύλλον
of or from leaves, made of leaves, Theocr., Luc.