στεπτός

From LSJ
Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτός Medium diacritics: στεπτός Low diacritics: στεπτός Capitals: ΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: steptós Transliteration B: steptos Transliteration C: steptos Beta Code: stepto/s

English (LSJ)

στεπτή, στεπτόν, (στέφω) crowned, prob. l. in APl.4.306 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 936] bekränzt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couronné.
Étymologie: στέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στεπτός: -ή, -όν, (στέφω) ἐστεμμένος, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 306.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
αυτός που έχει στεφθεί, εστεμμένος.

Greek Monotonic

στεπτός: -ή, -όν (στέφω), στεφανωμένος, εστεμμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεπτός, ή, όν στέφω
crowned, Anth.