χηλευτός
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
χηλευτή, χηλευτόν, netted, plaited, κράνεα Hdt.7.89, cf. Poll.7.83.
German (Pape)
[Seite 1352] adj. verb. von χηλεύω, gestrickt, geflochten, Her. 7, 89.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de χηλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
χηλευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεπλεγμένος, πλεκτός, οὗτοι δὲ εἶχον περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα χηλευτά, πλεκτά, Ἡρόδ. 7, 89, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 83.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χηλεύω
πλεγμένος, πλεκτός («κράνεα χηλευτά», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
χηλευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., πλεκτός, διπλωμένος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χηλευτός, ή, όν verb. adj.]
netted, plaited, Hdt. [from χηλεύω