πανταχόθι
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
Adv. = πανταχοῦ, Gal.14.81, Vict.Att.16: c. gen., Luc. D Deor.9.1.
German (Pape)
[Seite 463] = πανταχοῦ, Luc. D. D. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόθι.
Russian (Dvoretsky)
παντᾰχόθι: adv. Luc. = πανταχοῦ I.
Greek (Liddell-Scott)
πανταχόθι: Ἐπίρρ., = πανταχοῦ, μετὰ γεν., πανταχόθι τοῦ σώματος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. σε κάθε μέρος, σε κάθε τόπο, παντού («πανταχόθι τοῦ σώματος», Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. πολλαχόθι), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
πανταχόθι: (πᾶς), επίρρ. = πανταχοῦ, με γεν., σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχόθι [πᾶς] adv., overal:. πανταχόθι τοῦ σώματος in elk deel van het lichaam Luc. 79.12.1.