πολλαχόθι
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Adv. in many places, Plu.Pomp.24, Luc.Herm.30.
German (Pape)
[Seite 658] wie πολλαχοῦ, an vielen Orten; ἄλλοθι, Xen. Cyr. 7, 1, 30; καὶ πολλάκις, Luc. Hermot. 39.
French (Bailly abrégé)
adv.
en beaucoup d'endroits.
Étymologie: *πολλαχός, -θι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαχόθι [~ πολύς] adv., op veel plaatsen.
Russian (Dvoretsky)
πολλᾰχόθῐ: adv. во многих местах Plut., Luc.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε πολλούς τόπους, σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. παντ-αχ-όθι)].
Greek Monotonic
πολλᾰχόθῐ: επίρρ., σε πολλούς τόπους, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχόθῐ: ἐπίρρ. ἐν πολλοῖς τόποις, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30, Πλουτ. Πομπ. 24.
Middle Liddell
in many places, Xen.