ἐπιστολάδην

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολάδην Medium diacritics: ἐπιστολάδην Low diacritics: επιστολάδην Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: epistoládēn Transliteration B: epistoladēn Transliteration C: epistoladin Beta Code: e)pistola/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. girt up, of dress, like ἀνεσταλμένως, Hes. Sc.287.

German (Pape)

[Seite 984] aufgeschürzt, aufgegürtet, χιτῶνας ἔσταλτο Hes. Sc. 287.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la tunique retroussée.
Étymologie: ἐπιστέλλω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολάδην: (ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολάδην: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἐπιστέλλω ΙΙ), ἐζωσμένως, κομψῶς, ἐπὶ ἱματισμοῦ, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ κοσμίως καὶ ἀνεσταλμένως», Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287.

Greek Monolingual

ἐπιστολάδην (Α)
επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βάδην)].

Greek Monotonic

ἐπιστολάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά, λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐπιστέλλω II]
girt up, neatly, of dress, Hes.