ἐρασιχρήματος

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰσιχρήμᾰτος Medium diacritics: ἐρασιχρήματος Low diacritics: ερασιχρήματος Capitals: ΕΡΑΣΙΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: erasichrḗmatos Transliteration B: erasichrēmatos Transliteration C: erasichrimatos Beta Code: e)rasixrh/matos

English (LSJ)

ἐρασιχρήματον, loving money, X.Mem.1.2.5, Philostr.VS2.29.

German (Pape)

[Seite 1017] geldliebend, habgierig u. geizig, Xen. Mem. 1, 2, 5 u. VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime passionnément l'argent.
Étymologie: ἐράω, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσῐχρήμᾰτος: сребролюбивый, любостяжательный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσιχρήματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 5, Φιλόστρ. 621. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐρασιχρημάτους· φιλαργύρους».

Greek Monolingual

ἐρασιχρήματος, -ον (AM)
αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].

Greek Monotonic

ἐρᾰσιχρήματος: -ον (χρήματα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, φιλοχρήματος, φιλάργυρος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐρᾰσι-χρήματος, ον [χρήματα]
loving money, Xen.