ζυμουργός
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
ὁ, maker of leaven, PAmh.2.128.29 (ii A.D.), PFay. 333 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ζυμουργός, -όν (Α)
αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός].