ζυμουργός
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
ὁ, maker of leaven, PAmh.2.128.29 (ii A.D.), PFay. 333 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ζυμουργός, -όν (Α)
αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός].