παρορία
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ἡ, failure to preserve landmarks, SIG679.76 (Magn. Mae., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
παρορία: παρορισμός(;) Ἐπιγραφ. Μαγνησ. τῆς παρὰ τῷ Μαιάνδρ. Dittemb.2 928, 76.
Greek Monolingual
η, Α
η παραμέληση της φρούρησης τών συνόρων.