καλλίγαμος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
καλλίγαμον, of happy marriage, λέκτρα AP9.765 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1309] schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'heureuse union.
Étymologie: καλός, γάμος.
Russian (Dvoretsky)
καλλίγᾰμος: (ῐ) связанный счастливым браком (λέκτρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίγᾰμος: -ον, εὐτυχὴς ἐν τῷ γάμῳ, καλλιγάμοις λέκτροις Ἀνθ. Π. 9. 765.
Greek Monolingual
καλλίγαμος, -ον (Α)
ευτυχισμένος στον γάμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. έγγαμος, πολύγαμος].
Greek Monotonic
καλλίγᾰμος: -ον, ευτυχισμένος μέσα στο γάμο του, σε Ανθ.