φρικάζω
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
shudder, shiver, Poet. de herb.71, prob. in Hp.Coac. 24.
German (Pape)
[Seite 1306] Fieberschauer, Fieberfrost haben, überh. schaudern, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκάζω: μέλλ. -άσω, φρίσσω, φρικιῶ, ἀνατριχιάζω, Ποιητὴς περὶ Δυνάμ. Βοτ. 5. 71.