πρακτήριος
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
πρακτήριον, efficacious, effectual, τύχη A.Supp.523.
German (Pape)
[Seite 693] vollbringend, ausführend, Aesch. Suppl. 518.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui accomplit.
Étymologie: πράσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρακτήριος -ον [πρακτήρ] volbrengend:. ἕποιτο... τύχη πρακτήριος moge het geluk dat ik succes heb, met mij zijn Aeschl. Suppl. 523.
Russian (Dvoretsky)
πρακτήριος: приводящий в исполнение, осуществляющий (свои предначертания) (τύχη Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ πρακτήρ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτήριον
πρακτική, δραστηριότητα
αρχ.
δραστήριος, αποτελεσματικός, δραστικός.
Greek (Liddell-Scott)
πρακτήριος: -ον, ἀποτελεσματικός, δραστήριος, δραστικός, τύχη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 523.