ὁμοθάλαμος

Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[θᾰ], ον, living in the same house, c. gen., Pi. P.11.2.

German (Pape)

[Seite 334] in demselben Gemache wohnend, Hausgenosse, Νηρηΐδων, Pind. P. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui habite la même chambre, la même demeure.
Étymologie: ὁμός, θάλαμος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοθάλαμος: сожитель или сосед ййй (Νηρηῖδων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοθάλᾰμος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τῷ αὐτῷ θαλάμῳ ἢ ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ, μετὰ γεν., Πινδ. Π. 11. 4.

English (Slater)

ὁμοθᾰλᾰμος, -ον sharing a dwelling with c. gen. Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (P. 11.2)

Greek Monolingual

ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].

Greek Monotonic

ὁμοθάλᾰμος: [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο, με γεν., σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὁμο-θάλᾰμος, ον,
living in the same chamber with another, c. gen., Pind.