ὁμοθάλαμος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, living in the same house, c. gen., Pi. P.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] in demselben Gemache wohnend, Hausgenosse, Νηρηΐδων, Pind. P. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui habite la même chambre, la même demeure.
Étymologie: ὁμός, θάλαμος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοθάλαμος: сожитель или сосед ййй (Νηρηῖδων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοθάλᾰμος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τῷ αὐτῷ θαλάμῳ ἢ ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ, μετὰ γεν., Πινδ. Π. 11. 4.
English (Slater)
ὁμοθᾰλᾰμος, -ον sharing a dwelling with c. gen. Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (P. 11.2)
Greek Monolingual
ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].
Greek Monotonic
ὁμοθάλᾰμος: [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο, με γεν., σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμο-θάλᾰμος, ον,
living in the same chamber with another, c. gen., Pind.