σεμνοτυφία

From LSJ
Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνοτῡφία Medium diacritics: σεμνοτυφία Low diacritics: σεμνοτυφία Capitals: ΣΕΜΝΟΤΥΦΙΑ
Transliteration A: semnotyphía Transliteration B: semnotyphia Transliteration C: semnotyfia Beta Code: semnotufi/a

English (LSJ)

ἡ, (τῦφος) empty solemnity, grave airs, M.Ant.9.29.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, erkünstelte Würde, vornehmthuende Aufgeblasenheit, M Ant. 9, 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vanité, orgueil.
Étymologie: σεμνός, τῦφος.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοτῡφία: ἡ, (τῦφος) κενὴ σοβαρότης, ὑπερηφανία, ματαιοφροσύνη, Μᾶρκ. Ἀντων. 9. 29.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
προσποιητή σεμνότητα, ψευδής αιδημοσύνη
αρχ.
κενή σοβαρότητα, ματαιοφροσύνη, σοβαροφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός βλ. λ. + τῦφος «αλαζονεία» + κατάλ. -ία].