πλατύπυγος

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πλατύπυγον, (πυγή) broad-bottomed, of boats, Str.4.4.1.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large carène.
Étymologie: πλατύς, πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύπῡγος: -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πλατιά οπίσθια
2. μτφ. (για πλοίο) αυτός που έχει επίπεδη τρόπιδα, πλατιά καρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].

Greek Monotonic

πλᾰτύπῡγος: -ον (πυγή), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, πλοῖα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πλᾰτύ-πῡγος, ον, πυγή
broad-bottomed, πλοῖα Strab.