κοινολεξία
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ, ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.
Greek Monolingual
η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).