κελήτιον

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελήτιον Medium diacritics: κελήτιον Low diacritics: κελήτιον Capitals: ΚΕΛΗΤΙΟΝ
Transliteration A: kelḗtion Transliteration B: kelētion Transliteration C: kelition Beta Code: kelh/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of κέλης ΙΙ, Th.1.53, 4.120, App.BC2.56.

German (Pape)

[Seite 1415] τό, dim. von κέλης, ein kleines Jachtschiff; Thuc. 4, 120; Arr. An. 5, 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite chaloupe.
Étymologie: dim. de κέλης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελήτιον -ου, τό, demin. van κέλης, snel bootje.

Russian (Dvoretsky)

κελήτιον: τό [demin. к κέλης 2] челнок Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

κελήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέλης ΙΙ, Θουκ. 1. 53· τριήρει μὲν φιλίᾳ προσπλεούσῃ, αὐτὸς δ’ ἐν κελητίῳ ἄποθεν ἐφεπόμενος, ὅπερ αὐτόθι καὶ κέλητα καλεῖ, 4. 120· κ. ὀξὺ Ἀππ. Ἐκφύλ. 2. 56.

Greek Monolingual

κελήτιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κέλης) μικρή και γρήγορη λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, -ητος + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Greek Monotonic

κελήτιον: τό, υποκορ. του κέλης II, σε Θουκ.

Middle Liddell

κελήτιον, ου, τό, [Dim. of κέλης II, Thuc.]

English (Woodhouse)

boat, light boat, small boat

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)