εὐδρακής
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
εὐδρακές, (δέρκομαι) sharp-sighted, S.Ph.847 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au regard perçant.
Étymologie: εὖ, δέρκομαι.
German (Pape)
ές, gut sehend, Soph. Phil. 836.
Russian (Dvoretsky)
εὐδρᾰκής: досл. зоркий, перен. чуткий (πάντων ἐν νόσῳ εὐ. ὕπνος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδρᾰκής: -ές, (δέρκομαι) ὀξυδερκής, Σοφ. Φιλ. 847.
Greek Monolingual
εὐδρακής, -ές (Α)
οξυδερκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δρακής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα δρακ- του δερκ- (πρβλ. αόρ. β' έ-δρακ-ον) πρβλ. αδρακής].
Greek Monotonic
εὐδρᾰκής: -ές (δέρκομαι), οξυδερκής, σε Σοφ.