κραιπαλόβοσκος
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
δίψα thirst which draws on drunkenness, Sopat. 25.
Greek Monolingual
κραιπαλόβοσκος, -ον (Α)
φρ. «κραιπαλόβοσκος δίψα» — η δίψα που δημιουργείται σε όσους πίνουν πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + -βοσκος (< βοσκός) με τη σπάνια σημ. «αυτός που τρέφεται από» (πρβλ. λωτοβοσκός)].
German (Pape)
δίψα, vom Rausche genährter, daraus herrührender Durst, Sopat. bei Ath. XI.784b.