χαμαικοίτης

From LSJ
Revision as of 12:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικοίτης Medium diacritics: χαμαικοίτης Low diacritics: χαμαικοίτης Capitals: ΧΑΜΑΙΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: chamaikoítēs Transliteration B: chamaikoitēs Transliteration C: chamaikoitis Beta Code: xamaikoi/ths

English (LSJ)

χαμαικοίτου, ὁ, = χαμαιεύνης, Σελλοί S.Tr.1166.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui couche ou dort à terre.
Étymologie: χαμαί, κοίτη.

German (Pape)

ὁ, auf der Erde liegend, schlafend, Σελλοί Soph. Trach. 1156.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαικοίτης: Soph. = χαμαιεύνης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ = χαμαιεύνης, τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν ... Σελλῶν Σοφ. Τρ. 1166. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 307.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χαμαιεύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσικοίτης, πεδοκοίτης].

Greek Monotonic

χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), = χαμαιεύνης, σε Σοφ.

Middle Liddell

χᾰμαι-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη = χαμαιεύνης, Soph.]

English (Woodhouse)

sleeping on the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)