ἁγιαστήριον
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
τό, holy place, sanctuary, LXX Le.12.4, al.
Spanish (DGE)
-ου, τό
santuario τὸ ἁγιαστήριον τοῦ θεοῦ LXX Ps.82.13, 72.17, cf. 73.7, εἰς ἁ. οὐκ εἰσελεύσεται LXX Le.12.4, cf. Paral.Ier.2.1, 3.18, Origenes Fr.in Ps.72.16, 17, Didym.in Ps.894.7.
German (Pape)
[Seite 14] τό, geweihter Ort, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιαστήριον: τό, ἅγιος τόπος, τὰ ἅγια, Ἑβδ (Λευϊτ. ιβ΄ 4 καὶ ἀλλ.).
Greek Monolingual
ἁγιαστήριον, το (AM)
μσν.
βαπτιστήριο
αρχ.
ιερός τόπος, ναός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγιάζω + παραγ. κατάληξη -τήριον].