κοιλοχείλης

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοχείλης Medium diacritics: κοιλοχείλης Low diacritics: κοιλοχείλης Capitals: ΚΟΙΛΟΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: koilocheílēs Transliteration B: koilocheilēs Transliteration C: koilocheilis Beta Code: koiloxei/lhs

English (LSJ)

κοιλοχείλες, hollow-rimmed, κύμβαλα AP6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1467] ες, mit hohlem Rande, κύμβαλα Philp. 6 (VI, 94).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
aux bords creux.
Étymologie: κοῖλος, χεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

κοιλοχείλης: с вогнутыми краями (κύμβαλα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοχείλης: -ες, ἔχων κοῖλα χείλη, κύμβαλα Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

κοιλοχείλης, -ες (Α)
(για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < -χείλης (< χείλη, πληθ. του χεῖλος), πρβλ. κοψοχείλης, σφιχτοχείλης].

Greek Monotonic

κοιλοχείλης: -ες (χεῖλος), αυτός που έχει βαθιά χείλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοιλο-χείλης, ες χεῖλος
hollow-rimmed, Anth.