τρισάριθμος

From LSJ
Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάριθμος Medium diacritics: τρισάριθμος Low diacritics: τρισάριθμος Capitals: ΤΡΙΣΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: trisárithmos Transliteration B: trisarithmos Transliteration C: trisarithmos Beta Code: trisa/riqmos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice numbered, Orac. ap. Luc.Alex.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple.
Étymologie: τρίς, ἀριθμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάριθμος [τρίς, ἀριθμός] driemaal geteld.

German (Pape)

dreimal gezählt, εἰκάς, Luc. Alex. 11.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάριθμος: утроенный (εἰκοσάς Luc.).

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.)
μσν.
αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρίαμονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.)
αρχ.
αυτός που έχει αριθμηθεί τρεις φορές («εἰκοσάδα τρισάριθμον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἀριθμός (πρβλ. πολυάριθμος)].

Greek Monotonic

τρισάριθμος: -ον, τρεις φορές αριθμημένος, σε Χρησμ. παρά Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάριθμος: -ον, τρὶς ἀριθμηθείς, εἰκοσάδα τρισάριθμον Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 11.

Middle Liddell

τρισ-άριθμος, ον,
thrice-numbered, Orac. ap. Luc.