προσαποβλέπω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
turn one's eyes and look at, ἀναθήμασι Ath. 5.180b.
German (Pape)
[Seite 751] hin- und ansehen, τινί, Etwas, Ath. V, 180 b.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποβλέπω: στρέφω τὰ βλέμματά μου πρός τι καὶ βλέπω αὐτό, «ῥίπτω μιὰ ’ματ ~ιά», τινὶ Ἀθήν. 180Β.
Greek Monolingual
Α
αποβλέπω σε κάτι με προσοχή, στρέφω τα μάτια μου σε κάτι με προσοχή.