προσαποβλέπω

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποβλέπω Medium diacritics: προσαποβλέπω Low diacritics: προσαποβλέπω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΒΛΕΠΩ
Transliteration A: prosapoblépō Transliteration B: prosapoblepō Transliteration C: prosapovlepo Beta Code: prosapoble/pw

English (LSJ)

turn one's eyes and look at, ἀναθήμασι Ath. 5.180b.

German (Pape)

[Seite 751] hin- und ansehen, τινί, Etwas, Ath. V, 180 b.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποβλέπω: στρέφω τὰ βλέμματά μου πρός τι καὶ βλέπω αὐτό, «ῥίπτω μιὰ ’ματ ~ιά», τινὶ Ἀθήν. 180Β.

Greek Monolingual

Α
αποβλέπω σε κάτι με προσοχή, στρέφω τα μάτια μου σε κάτι με προσοχή.