οἰκτρόβιος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
οἰκτρόβιον, leading a pitiable life, Paul.Al.N.3.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.
Greek Monolingual
οἰκτρόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που διάγει άθλιο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιτόβιος, μακρόβιος].