ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: τερασπορία | Medium diacritics: τερασπορία | Low diacritics: τερασπορία | Capitals: ΤΕΡΑΣΠΟΡΙΑ |
Transliteration A: terasporía | Transliteration B: terasporia | Transliteration C: terasporia | Beta Code: teraspori/a |
ἡ, sowing of portents, corrupt in Corp.Herm.3.3.
ἡ, Α
σπορά τεράτων, θεϊκών σημείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας + -σπορία (< -σπόρος < σπόρος < σπέρνω)].