θηλυκρατής

From LSJ
Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκρᾰτής Medium diacritics: θηλυκρατής Low diacritics: θηλυκρατής Capitals: ΘΗΛΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: thēlykratḗs Transliteration B: thēlykratēs Transliteration C: thilykratis Beta Code: qhlukrath/s

English (LSJ)

θηλυκρατές, swaying women, ἔρως A. Ch.599(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1207] ἔρως, die Weiber beherrschend, Aesch. Ch. 592.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui commande aux femmes.
Étymologie: θῆλυς, κρατέω.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκρᾰτής: властвующий над женщинами (ἔρως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκρᾰτής: -ές, ὁ κυβερνῶν τὰς γυναῖκας, ἔρως Αἰσχύλ. Χο. 600.

Greek Monolingual

θηλυκρατής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά τις γυναίκες («θηλυκρατής έρως», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ακρατής, εγκρατής].

Greek Monotonic

θηλυκρᾰτής: -ές (κρατέω), αυτός που κυβερνά τις γυναίκες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηλυ-κρᾰτής, ές κρατέω
swaying women, Aesch.