ὁμήρευμα
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
-ατος, τό, hostage, pledge, Plu.Rom.16(pl.).
German (Pape)
[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gage, caution.
Étymologie: ὁμηρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήρευμα: τό, ἐνέχυρον, ἐγγύησις, Πλουτ. Ρωμ. 16.
Greek Monolingual
ὁμήρευμα, τὸ (Α) [[[ομηρεύω]] (Ι)]
ενέχυρο, εγγύηση.
Greek Monotonic
ὁμήρευμα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο, σε Πλούτ.