αἴγαγρος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ and ἡ, the wild goat, Babr.102.8, Opp.C.1.71.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
cabra montés Trypho 1.6, 2.31, Babr.102.8, Archig.p.72L., Opp.C.1.71, 2.338, Hsch., Gloss.3.431.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
chamois, chèvre sauvage, animal.
Étymologie: αἴξ, ἄγριος.
German (Pape)
ὁ, ἡ, wilde Ziege, Babr. 102.8; Opp. C. 1.71.
Russian (Dvoretsky)
αἴγαγρος: ὁ, ἡ дикий козел или дикая коза Babr.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγαγρος: ὁ καὶ ἡ, ἡ ἀγρία αἴξ· capra aegagros (πρβλ. αἴξ), Βαβρ. 102. 8. Ὀππ. Κυν. 1. 71.
Greek Monotonic
αἴγαγρος: ὁ και ἡ (αἴξ, ἄγρος), άγρια κατσίκα, σε Βάβρ.
Middle Liddell
[αἴξ, ἄγρος]
the wild goat, Babr.
Mantoulidis Etymological
(=ἀγριοκάτσικο). Σύνθετη λέξη ἀπό τό αἴξ + ἀγρός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀΐσσω.