πυρπόλημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, watch-fire, beacon, E.Hel.767.
German (Pape)
[Seite 824] τό, das Wachtfeuer, – das durch Feuer Verwüstete, Eur. Hel. 773.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ravage ou destruction par le feu.
Étymologie: πυρπολέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.
Russian (Dvoretsky)
πυρπόλημα: ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α πυρπολῶ
νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας.
Greek Monotonic
πυρπόλημα: -ατος, τό, σημάδι, σινιάλο από φωτιά, πυρσός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πυρπόλημα: τό, φρυκτωρία, πυρὰ χάριν τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.
Middle Liddell
πυρπόλημα, ατος, τό, [from πυρπολέω
a watchfire, beacon, Eur.