λικνίζω

From LSJ
Revision as of 12:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικνίζω Medium diacritics: λικνίζω Low diacritics: λικνίζω Capitals: ΛΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: liknízō Transliteration B: liknizō Transliteration C: liknizo Beta Code: likni/zw

English (LSJ)

= λικμάω, PFay.102.30 (ii A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 47] = λικμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίζω: (λίκνον) = λικμάω «λιχνίζω»· ὡσαύτως λεικνίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λικνίζω) λίκνον
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.