παραγράψιμος

From LSJ
Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγράψῐμος Medium diacritics: παραγράψιμος Low diacritics: παραγράψιμος Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΨΙΜΟΣ
Transliteration A: paragrápsimos Transliteration B: paragrapsimos Transliteration C: paragrapsimos Beta Code: paragra/yimos

English (LSJ)

παραγράψιμον, exceptionable, S.E.M.7.170.

German (Pape)

[Seite 475] ον, wogegen sich excipiren läßt, d. i. unstatthaft, verwerflich, Sext. Emp. adv. math. 7, 170.

Russian (Dvoretsky)

παραγράψιμος: подлежащий устранению, негодный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

παραγράψῐμος: -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἔνστασις, ἀπορρίψιμος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραγράψιμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα»)
αρχ.
αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. περιγράψιμος)].