ὀρθόφρων

From LSJ
Revision as of 12:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόφρων Medium diacritics: ὀρθόφρων Low diacritics: ορθόφρων Capitals: ΟΡΘΟΦΡΩΝ
Transliteration A: orthóphrōn Transliteration B: orthophrōn Transliteration C: orthofron Beta Code: o)rqo/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, of excited mind, S.Fr.1077.

German (Pape)

[Seite 376] mit gradem Sinne oder gespannter Seele, Soph. frg. 923, Phot. erkl. ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόφρων: 2, gen. ονος с напряжением ожидающий, полный нетерпения Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόφρων: ὁ, ἡ, «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν· οὕτως Σοφοκλῆς» (Φώτ.), Λατ. erectus animo, Σοφ. Ἀποσπ. 923. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀνατεταμένας φρένας ἔχων, ἢ ὀρθάς. μετέωρος».

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].