πασίδηλος

From LSJ
Revision as of 12:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐδηλος Medium diacritics: πασίδηλος Low diacritics: πασίδηλος Capitals: ΠΑΣΙΔΗΛΟΣ
Transliteration A: pasídēlos Transliteration B: pasidēlos Transliteration C: pasidilos Beta Code: pasi/dhlos

English (LSJ)

πασίδηλον, all-manifest, Hdn. Epim.20.

German (Pape)

[Seite 531] = πάνδηλος, Hdn. epimer. p. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίδηλος: -ον, ὁ τοῖς πᾶσι, δῆλος, φανερώτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίδηλος, -ον, ΝΜΑ
φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο
διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ της αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε συγκεκριμένο τόπο, διότι θεωρείται αυταπόδεικτο.
επίρρ...
πασιδήλως
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + δῆλος «φανερός»].