προσκλαίω
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
weep at or during, Ael.VH9.39.
German (Pape)
[Seite 769] (s. κλαίω), dazu, dabei weinen, beweinen; Eur. Phoen. 1520; μυρία προσκλαύσας, Ael. V. H. 9, 39.
French (Bailly abrégé)
pleurer en outre ou auprès.
Étymologie: πρός, κλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλαίω: κλαίω πρός τι ἢ διαρκοῦντός τινος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 39.
Greek Monolingual
Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν
κλαίω μαζί με άλλον για κάτι
νεοελλ.
1. παρακαλώ κλαίγοντας
2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι
μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι
μσν.
κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον
μσν.-αρχ.
θρηνώ μπροστά στον θεό
αρχ.
1. κλαίω και εκλιπαρώ μπροστά σε ναό
2. (το αρσ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ προσκλαίοντες
κατηγορία υποβαλλόμενων σε μακροχρόνια μετάνοια μελών της αρχαίας χριστιανικής εκκλησίας για διάφορα σοβαρά παραπτώματα πίστεως ή ηθικού βίου, που έμεναν στο αίθριο του ναού και με δάκρυα παρακαλούσαν τους εισερχόμενους πιστούς να προσευχηθούν για τη συγχώρηση τών αμαρτημάτων τους.