πανθαρσής
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
πανθαρσές, exceeding bold, Man.2.171.
German (Pape)
[Seite 460] ές, ganz dreist, Maneth. 2, 171.
Greek (Liddell-Scott)
πανθαρσής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν εὐθαρσής, Μανέθων 2. 171.
Greek Monolingual
-ές, Α
εξαιρετικά θαρραλέος, πολύ γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. πολυθαρσής].