νησοειδής
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
νησοειδές, like an island, Str.3.1.7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.
Greek Monolingual
νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).
Greek Monotonic
νησοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νησί, σε Στράβ.
Middle Liddell
νησο-ειδής, ές εἶδος
like an island, Strab.
German (Pape)
ές, inselartig, Strab. 3.1.7.