ἀναπολίζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπολίζω Medium diacritics: ἀναπολίζω Low diacritics: αναπολίζω Capitals: ΑΝΑΠΟΛΙΖΩ
Transliteration A: anapolízō Transliteration B: anapolizō Transliteration C: anapolizo Beta Code: a)napoli/zw

English (LSJ)

= ἀναπολέω, of a field, Pi.P.6.3.

Spanish (DGE)

binar, dar vuelta, labrar ἄρουραν Pi.P.6.3.

German (Pape)

[Seite 203] ἄρουραν, den Acker umwenden, umpflügen, Pind. P. 6, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπολίζω: перепахивать (ἄρουραν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολίζω: ἀναπολέω, «ξαναοργώνω», ἐπὶ ἀγροῦ, μεταφ., ἢ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν Πινδ. Π. 6. 2.

English (Slater)

ἀναπολίζω cultivate, plough met. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (P. 6.3) cf. ἀμπολέω.

Greek Monolingual

ἀναπολίζω (Α)
οργώνω (πρβλ. ἀναπολῶ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πολίζω (< πόλις) «οικοδομώ, ιδρύω πόλη, κτίζω»].

Greek Monotonic

ἀναπολίζω: = ἀναπολέω, λέγεται για χωράφι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

= ἀναπολέω
of a field, Pind.