πολύγαλος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
πολύγαλον, = πολυγάλακτος, Aët.2.17.
Greek Monolingual
-ον Α
πολυγάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάλα (πρβλ. έγγαλος)].