προσεγχέω

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεγχέω Medium diacritics: προσεγχέω Low diacritics: προσεγχέω Capitals: ΠΡΟΣΕΓΧΕΩ
Transliteration A: prosenchéō Transliteration B: prosencheō Transliteration C: prosegcheo Beta Code: prosegxe/w

English (LSJ)

pour in besides, Arist.GA753a20, Diph.17.10; εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον Arist.Pr.961a25; προσεγχέας ἄκρατον Plu.2.149b:—Med., cause to be poured in, Arist.Pr.961a18:—Pass., Id.GA723a19, Aret. CA2.5.

German (Pape)

[Seite 757] (s. χέω), noch dazu ein-, auf-, zugießen; προσεγχέας, Diphil. bei Ath. IV, 132 d; Arist. gen. an. 1, 18.

Russian (Dvoretsky)

προσεγχέω: сверх того доливать (ἔλαιον εἴς τι Arst.; ἄκρατον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐγχέω προσέτι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16· ἔλαιον εἰς τὰ ὦτα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 32. 10, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 10· ― Μέσ., ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται, βάλλουν καὶ τοὺς χύνουν μέσα ἔλαιον, Ἀριστ. Προβλ. 32. 10. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 18.

Greek Monolingual

Α ἐγχέω
1. εγχέω επί πλέον («προσεγχέειν εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον», Αριστοτ.)
2. μέσ. προσεγχέομαι
κάνω κάτι να χυθεί μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται», Αριστοτ.).