καρύκευμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, savoury dish, Poll.6.56 (pl.), Phlp.in de An.601.16, Sch.Ar.Eq.342, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, künstlich, leckerhaft bereitetes Gericht; Schol. Ar. Equ. 342; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκευμα: τό, ἥδυσμα, ἄρτυμα, ἔδεσμα πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., Πολυδ. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
Greek Monolingual
το (AM καρύκευμα) καρυκεύω
1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση
2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό
3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο.